widowed$91920$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

widowed$91920$ - translation to ελληνικό

WOMAN WHOSE SPOUSE HAS DIED
Widower; Widows; Widowed; Widow & orphan; Widowhood; Surviving spouse; Widowing; Widowers; Viduity; Bereaved spouse
  • the Duke of Orléans]]'', by [[Fleury-François Richard]]
  • Statue of a mother at [[Yasukuni Shrine]], dedicated to war widows who raised their children alone.
  • Widows of Uganda supporting each other by working on crafts in order to sell them and make an income

widowed      
adj. χήρος

Ορισμός

widow

Βικιπαίδεια

Widow

A widow (female) or widower (male) is a person whose spouse has died and has usually not remarried.